Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε -There was no other way
22 Ιουνίου 1962. Ένα μικρό κότερο αναχωρεί από τη Γλυφάδα με προορισμό την περιοχή του Οτράντο, στη Νότια Ιταλία. Ενας γέρος ναυτικός και ο γιός του φυγαδεύουν παράνομα 4 άνδρες και 2 γυναίκες.
Οι παράνομοι,επικηρυγμένοι, αντάρτες Νίκος Κοκοβλής, Παγώνα Κοκοβλή (αδερφή του Νίκου), Αργυρώ Πολυχρονάκη, Σταμάτης Μαριόλης, Γιάννης Λιονάκης και Κωστής Λιονάκης (αδερφός του Γιάννη), αφού κρύβονταν για 15 περίπου χρόνια στο Νομό Χανίων, στη Δυτική Κρήτη, έφευγαν από την Ελλάδα με εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η αναχώρησή τους, ήταν ο ελληνικός επίλογος μιας απίστευτης προσπάθειας επιβίωσης, σε μια πολύ μοναχική διαδρομή που ξεκινούσε με το τέλος του Εμφυλίου στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ο Εμφύλιος πόλεμος άρχισε τον Απρίλιο του ’47, ένα χρόνο σχεδόν αργότερα από τη υπόλοιπη Ελλάδα και τέλειωσε ένα χρόνο νωρίτερα από τη συντριβή των ανταρτών στο Γράμμο (’49).
Στην Ανατολική Κρήτη, η εξολόθρευση των ανταρτών έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στη Δυτική Κρήτη, την άνοιξη του 48, γύρω στους 300 αντάρτες, με 13 γυναίκες ανάμεσα τους, συγκεντρώθηκαν στην ελεύθερη περιοχή του Ομαλού. Το μέλλον τους κρίθηκε στη μάχη της Σαμαριάς, τον Ιούνιο του ’48.
Από τη μάχη της Σαμαριάς γλύτωσαν περίπου 100 αντάρτες. Ένα χρόνο μετά, είχαν μείνει καμιά 40αριά, σε όλες τις επαρχίες του Ν. Χανίων. Διασκορπισμένοι και ακέφαλοι, κρύβονταν κυρίως στα Λευκά Ορη, τις Μαδάρες, όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Όταν καταφέρνουν να συγκεντρωθούν, τον Απρίλιο του ’49 στις Χώσες, τη θέση των σκοτωμένων αρχηγών, Τσιτήλου και Μακρυδάκη, παίρνουν η Βαγγελιώ Κλάδου και ο Νίκος Κοκοβλής.
Τέλος Αυγούστου του ’49. Ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Όσοι αντάρτες επέζησαν και δεν αιχμαλωτίστηκαν υποχωρούν στις γειτονικές Λαϊκές Δημοκρατίες. Όμως από την Κρήτη δεν μπορούν να φύγουν. Εγκλωβισμένοι στα Λευκά Όρη, οι αντάρτες που έχουν απομείνει, κρύβονται σε απόκρημνες σπηλιές, σε καταφύγια, σε δύσβατα μέρη. Ο ένας μετά τον άλλο σκοτώνονται ή συλλαμβάνονται.
Γύρω στο ’50 έχουν μείνει 14. Ανάμεσα τους και τα βασικά πρόσωπα της ταινίας μας, οι 6 αντάρτες που διέφυγαν το ’62 στην Ιταλία. Για να επιβιώσουν διασκορπίζονται. Ο Νίκος Κοκοβλής και η Αργυρώ Πολυχρονάκη, από τις σπηλιές του Αποκόρωνα όπου κρύβονταν αρχικά, θα περάσουν με βάρκα απέναντι, στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Στόχος τους η ευκολότερη πρόσβαση στην πόλη των Χανίων και η ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Εδώ, θα βρουν ασφαλή κρυψώνα, στον Κυριάκο Στρατηγάκη, έναν ντόπιο χωρικό που ζει με τη γυναίκα του Γεωργία και τα 3 ανήλικα παιδιά τους στο χωριό Πλακούρες. Είναι πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης και θα δεχτεί να τους φιλοξενήσει για λίγες ημέρες στο στάβλο του, τον Τρουλίτη. Σιγά, σιγά ο στάβλος και ο γειτονικός βόθρος, θα μετατραπούν από τον Κυριάκο και τη Γεωργία σε απρόσιτη κρυψώνα και οι λίγες ημέρες φιλοξενίας θα γίνουν τελικά 12 ολόκληρα χρόνια σε συνθήκες τρομακτικής δυσκολίας και κινδύνων. Με βάση αυτή την κρυψώνα ο Νίκος και η Αργυρώ θα ξεκινήσουν τις επαφές τους στην πόλη των Χανίων και την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Ο Γιάννης Λιονάκης, η μετέπειτα γυναίκα του Παγώνα Κοκοβλή (αδερφή του Νίκου) και ο αδερφός του Κωστής Λιονάκης, θα παραμείνουν στις σπηλιές του Αποκόρωνα, αλλά και σε άλλα καταφύγια της περιοχής, δημιουργώντας και αυτοί τον παράνομο μηχανισμό τους και κάνοντας πολιτική δουλειά με τον κόσμο της επαρχίας.
Ο Σταμάτης Μαριόλης θα καταφύγει στην Κίσαμο όπου με αφετηρία τα Παλιά Ρούματα, έκανε πολιτική δουλειά σε όλη την επαρχία, ανασυγκροτώντας τις παράνομες κομματικές οργανώσεις.
Το κυνήγι των παρανόμων συνεχίζεται αμείωτα όλη τη δεκαετία του 50. Το 1958 έχουν μείνει 8. Οι υπόλοιποι έχουν σκοτωθεί ή συλληφθεί. Η ΕΔΑ, γίνεται αξιωματική αντιπολί-τευση και οι παράνομοι παίρνουν εντολή από το Κόμμα, να φύγουν στο εξωτερικό. Οι 6 από αυτούς θα μεταβούν σταδιακά στην Αθήνα και από εκεί θα οργανώσουν τη διαφυγή τους αρχικά στην Ιταλία.
Πίσω τους, στην Κρήτη, έμεναν 2 ακόμα αντάρτες από την ίδια κάποτε αρχική ομάδα : ο Γιώργης Τζομπανάκης και ο Σπύρος Μπλαζάκης. Δεν ακολούθησαν. Μένουν και κρύβονται. Θα εμφανιστούν το 75, μετά τη μεταπολίτευση, αφού αμνηστευθούν ….
Οι 6 παράνομοι αναχωρούν το 1962, από τη Γλυφάδα. Από εδώ, με τη βοήθεια Ιταλών συντρόφων, διέφυγαν στη Βουδαπέστη και από εκεί, έφτασαν στην Τασκένδη της Σοβιετι-κής Ενωσης όπου έμειναν 14 χρόνια. Εδώ απέκτησαν τα παιδιά τους, σπούδασαν, εργά-στηκαν, διαφώνησαν με το επίσημο Κόμμα το 1968 και πλήρωσαν ακριβά τις συνέπειες των απόψεων τους. Επαναπατρίστηκαν όλοι τους το 1976, διαγραμμένοι από το Κόμμα.
Η ταινία ντοκιμαντέρ ξεκίνησε, με αφορμή το βιβλίο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή, που ένα μέρος του περιγράφει τα παραπάνω γεγονότα, αλλά το ίδιο το βιβλίο εκτείνεται χρονολογικά σε πολύ μεγαλύτερη περίοδο.
Εμείς εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας και παρακολουθούμε τη διαδρομή των 6 παράνομων ανταρτών μόνο για τη χρονική περίοδο από τη μάχη της Σαμαριάς (1948) έως την αναχώρηση τους στην Ιταλιά ( 1962). Οι 3 απ΄αυτούς ζουν (Νίκος & Αργυρώ Κοκοβλή, και Γιάννης Λιονάκης) και αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ.
Η ταινία διερευνά το “θαύμα” της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού, μετά τον Εμφύλιο, στη Δ. Κρήτη και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους τροφοδοτούσαν και τους έκρυβαν τόσα χρόνια.
Πώς και γιατί “οι πρωταγωνιστές” άντεξαν αυτά τα βάσανα, κυνηγημένοι από πολυά-ριθμους, πάνοπλους και φανατισμένους κυνηγούς, μέσα στις σπηλιές των βουνών και της θάλασσας, στους στάβλους, στους βόθρους, σε κρύπτες κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών, νηστικοί και διψασμένοι, γυμνοί και ξυπόλυτοι, παγωμένοι και άρρωστοι ;
Πώς και γιατί, ενώ όλα τα σκιάζει η φοβέρα, οι “αφανείς”, οι απλοί άνθρωποι, άνοιγαν μαζί με τη ψυχή τους και τα σπίτια τους για να δεχτούν τους κυνηγημένους, να τους κρύψουν, να τους ταΐσουν και να τους βοηθήσουν στον αγώνα ;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν την ταινία.
Οι “πρωταγωνιστές” και οι “αφανείς”, αυτής της ιστορίας, εξ ίσου λαμπροί, φωτεινοί και δυσεύρετοι, είναι η ενσάρκωση και τα σύμβολα ενός αγώνα που για να ξεπεράσει αυτές τις απίστευτες δυσκολίες, δεν φτάνει μονάχα η πίστη σε κάποια ιδεολογία, όσο ανώτερη κι αν είναι. Απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο : μια βαθιά προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο, και στην αξιοπρέπειά του. Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας ….
ή
εδω